- υπεραγωγός
- οηλεκτρικός αγωγός που η ηλεκτρική του αντίσταση μηδενίστηκε από την πτώση της θερμοκρασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπεραγωγός — ο, Ν [αγωγός] φυσ. υλικό το οποίο παρουσιάζει υπεραγωγιμότητα … Dictionary of Greek
κρύοτρον — το (ηλεκτρολ.) στοιχείο ηλεκτρικού κυκλώματος το οποίο υπό κανονικές συνθήκες συμπεριφέρεται ως ηλεκτρική αντίσταση, όταν όμως δεχθεί την επίδραση ενός ισχυρού μαγνητικού πεδίου συμπεριφέρεται ως υπεραγωγός, λόγος για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… … Dictionary of Greek
έρβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Er· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –υποομάδα των λανθανίδων ή σπάνιων γαιών– έχει ατομικό αριθμό 68 και ατομικό βάρος 126,27. Έχει έξι φυσικά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε το 1843 ο Σουηδός χημικός… … Dictionary of Greek